ἀμέτρητος
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
ἀμέτρητον, also η, ον Pi.I.1.37:—
A immeasurable, immense, πένθος, πόνος, Od.19.512, 23.249; ἅλς Pi.l.c.; ἀήρ Ar.Nu.264; ταραχαί Phld.Herc.1251.18; inexhaustible, στόμα Μούσης AP7.75(Antip.), cf. Phth.Sim.1. Adv. ἀμετρήτως, χρῆσθαι τῇ τιμῇ J.AJ11.6.12.
2 unnumbered, countless, ἐρετμοί E.El.433.
3 not measured, πλευρόν Str.2.1.23, cf. 29. -ί, Adv. of ἄμετρος, μέτρῳ ὕδωρ πίνοντες, ἀ. δὲ μᾶζαν ἔδοντες Zen.5.19.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [tb. -ος, -η, -ον Pi.I.1.37]
I no medido διὰ τὸ ἀμέτρητον εἶναι Str.2.1.23, cf. 2.1.29.
II 1de realidades físicas inabarcables inconmensurable, inmenso Ἀήρ Ar.Nu.264, ἅλς Pi.I.1.37, θαλάττης χάσμα Hanno Peripl.13, πέλαγος Opp.H.1.179, θάλασσα D.P.1171, ὕδωρ LXX 3Ma.2.4, βυθός I.AI 15.412, ἀπέραντος καὶ ἀ. γῆ LXX 3Ma.2.9, ὁδὸς εἰς Ἀΐδαν IG 12(1).149 (II a.C.)
•tb. aplicado hiperbólicamente a realidades abarcables (cf. II 3) λίμνη Nic.Fr.26, ἀπορρώξ I.BI 1.405, χώρα μεγάλη καὶ ἀ. LXX Is.22.18.
2 plu., de realidades contables innumerable ἐρετμοί E.El.433, μνηστῆρες Nonn.D.48.95, Ἴνδοι Nonn.D.48.9.
3 gener. de abstr. inmenso, enorme πένθος Od.19.512, πόνος Od.23.249, E.Hec.783, κακά E.Fr.781.70, ὄλβος LXX Si.30.15, μέγεθος Luc.Halc.6, ἄπλατος καὶ ἀ. ... λογισμός PMag.4.1753, κακοήθεια IG 22.1121.24 (IV a.C.), πληθύς LXX 3Ma.4.17, ποτός Nic.Th.341
•tb. inmoderado ἡδοναί Ph.1.316.
4 fig. inagotable στόμα Μούσης AP 7.75 (Antip.).
III adv. -ως inmoderadamente, demasiado ἀμετρήτως τῇ παρὰ τοῦ βασιλέως χρώμενος τιμῇ habiendo abusado de su posición de honor con el rey I.AI 11.269.
German (Pape)
[Seite 123] ἀμετρήτας ἁλός Pind. I. 1, 37, unermeßlich, Hom. zweimal, an derselben Stelle des Verses, πένθος Od. 19, 512, πόνος 23, 249, wie Eur. Hec. 783; ἀμ. ὅσην ἔχει ὑπεροχήν Luc. Halc. 6; μ οῦσα Antp. Sid. 77 (VII, 75) die unermeßliche Menge der Lieder des Stesichorus. – Adv. -τως Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu'on ne peut mesurer, immense;
2 innombrable.
Étymologie: ἀ, μετρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμέτρητος: 2, дор. 3
1 неизмеримый, безмерный (πένθος, πόνος Hom.; ἅλς Pind.; πόνοι Eur.; ἀήρ Arph.);
2 бесчисленный, несметный (ἐρετμά Eur.);
3 неистощимый (Μοῦσα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέτρητος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Πίνδ. Ι. 1. 53: - ὁ μὴ μετρηθείς, ὃν ἀδύνατον εἶναι νὰ μετρήσῃ τις, ἄμετρος, μέγας, Λατ. immensus, πένθος, πόνος Ὀδ. Τ. 512, Ψ. 249· ἅλς Πίδν. ἔνθ’ ἀνωτ., ἀὴρ Ἀριστοφ. Νεφ. 264· ἀνεξάντλητος, μοῦσα Ἀνθ. Π. 7. 75. 2) ἀναρίθμητος, «ἀλογάριαστος», ἐρετμοὶ Εὐρ. Ἠλ. 433. Ἐπίρρ. -τως Ἰω. Χρυσ.
English (Autenrieth)
(μετρέω): immeasurable, Od. 19.512 and Od. 23.249.
English (Slater)
ᾰμέτρητος immeasurable, boundless ἐξ ἀμετρήτας ἁλός (I. 1.37)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμέτρητος, -η, -ον και -ος, -ον) [μετρῶ]
1. αυτός που δεν μετρήθηκε ή δεν μπορεί να μετρηθεί, ο άμετρος, ο ανυπολόγιστος
2. αναρίθμητος, πολυπληθύς, πολυάριθμος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει μετρηθεί με ακρίβεια, δεν έχει καταμετρηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μετρητός < μετρῶ].
Greek Monotonic
ἀμέτρητος: -ον και -η, -ον,
1. μη μετρήσιμος, απέραντος, άπειρος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
2. αναρίθμητος, αλογάριαστος, ανυπολόγιστος, σε Ευρ.
Middle Liddell
1. unmeasured, immeasurable, immense, Od., etc.
2. unnumbered, countless, Eur.
English (Woodhouse)
Léxico de magia
-ον que no tiene medida, inconmensurable de la divinidad ἐπικαλοῦμαί σε ... τὸν ἄπλατον καὶ ἀμέτρητον a ti te invoco, el inabordable e incomensurable P IV 1752 ref. al momento de la práctica σὲ καλέω, Τυφῶν', ὥραις ἀνόμοις, ἀμετρήτοις a ti te llamo, Tifón, en momentos que no están sujetos a ley ni a medida P IV 268
Translations
countless
Armenian: անթիվ, անհամար; Bengali: বেশুমার; Bulgarian: неизброим, безброен; Chinese Mandarin: 無數/无数; Czech: nesčetný, nesčíslný; Danish: utallig, talløs; Dutch: ontelbaar, talloos; English: countless, innumerable, numberless, uncountable, unnumbered, untold; Esperanto: nekalkulebla; Finnish: lukematon, rajaton; French: incalculable, innombrable, sans nombre; Galician: incontable, incontábel; German: unzählig, unzählbar, zahllos; Greek: αμέτρητος, αναρίθμητος; Ancient Greek: ἀναρίθμητος, ἀνάριθμος, ἀνήριθμος, μυρίος, ἀμέτρητος; Gujarati: અગણિત; Hebrew: אין ספור; Hungarian: számtalan, megszámlálhatatlan; Interlingua: innumerabile; Italian: innumerevole, incalcolabile, innumerabile; Japanese: 無数な, 無数の, 数え切れない; Malayalam: എണ്ണമറ്റ, അസംഖ്യം; Maori: makehua, tini makehua, tuauriuri, tini ngerongero; Norwegian Bokmål: talløs, tallaus, utallig; Nynorsk: tallaus; Old English: unārīmedlīċ; Ottoman Turkish: حسابسز; Polish: niezliczony, nieprzeliczony, nieprzebrany; Portuguese: incontável, inumerável; Romanian: nenumărabil, de nenumărat; Russian: бессчётный, бесчисленный, неисчислимый, несчётный; Serbo-Croatian Cyrillic: безбројан, без броја; Roman: bezbrojan, bez broja; Spanish: incontable, innumerable, sin número, innúmero; Swedish: otalig; Tagalog: di mabilang-bilang; Telugu: అగణితము; Turkish: hesaplanamaz, hesapsız, pek çok, sayısız; Ukrainian: незліченний; Welsh: afrifed, aneirif, di-rif, dirifedi, heb rifedi, llond gwlad o, rhif y blodau, rhif y graean, rhif y gwenith, rhif y gwlith, rhif y gwŷdd, rhif y sêr