καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι → sorrow is that which hinders motion
-ή, -όαυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στην αμαλγάμωση.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμαλγαμ(άτ)ωση, πρβλ. αγγλ. amalgamative].