Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
-ια, -ιο
1. (για πτηνά, Έντομα κ.λπ.) αυτός που ζει στα αμπέλια
2. αυτός που αποζεί από τα αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμπελος + βίος.