ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
-η, -οβλ. αμάζευτος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + μαζωχτός < μαζώχνω, παράλλ. τ. του ρήμ. μαζώνω].