Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
και μυγδαλωτός, -ή, -ό
1. αυτός που έχει σχήμα αμυγδάλου
2. αυτός που περιέχει ψίχα αμυγδάλου
3. το ουδ. ως ουσ. το αμυγδαλωτό είδος γλυκίσματος παρασκευασμένο από κοπανισμένα αμύγδαλα, αλεύρι, ζάχαρη, αβγά κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμύγδαλο + παραγ. κατάλ. -ωτός].