ταρφειός

From LSJ
Revision as of 23:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ueber" to "Über")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

German (Pape)

[Seite 1072] = ταρφός, Hom. nur in der Il. u. nur im fem. plur., ταρφειαὶ νιφάδες, κόρυθες, 12, 158. 19, 357. 359, was, mit leichter Aenderung ταρφεῖαι geschrieben, in Übereinstimmung mit ταρφέες gebracht u. von ταρφύς abgeleitet werden könnte; vgl. θαμειός u. θαμέες.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
(επικ. τ.) ταρφύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τάρφος.

Greek Monotonic

ταρφειός: -ά, -όν, βλ. ταρφύς.

Middle Liddell

ταρφειός, ή, όν [v. ταρφύς.]