δετέον
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English (LSJ)
A one must bind, Gp.4.12.16.
Greek (Liddell-Scott)
δετέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ δέσῃ, Γεωπ. 4, 12, 16.
Spanish (DGE)
hay que atar τὸ δὲ πρὸς τῇ τομῇ μέρος τοῦ πρέμνου δ. δεσμῷ Gp.4.12.16.