διασαφητέον
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
A one must make quite clear, Arist.de An.416b30; ὑπέρ τινος Thphr.CP6.14.5.
Greek (Liddell-Scott)
διασᾰφητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διασαφέω, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 4, ἐν τέλ.· ὑπέρ τινος Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 14, 5.
Spanish (DGE)
hay que aclarar, hay que explicar περὶ αὐτῆς Arist.de An.416b30, ὑπὲρ ὧν καὶ ὕστερον δ. Thphr.CP 6.14.5.