διαρρήκτης
From LSJ
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
English (LSJ)
ου, ὁ, A plotter, Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 el que rompe c. gen. obj., fig. τῆς εὐαρμοστίας τοῦ βίου Meth.Symp.43.
2 conspirador Hsch.
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που κάνει διάρρηξη
2. αυτός που παραβιάζει κλειδαριές για να κλέψει.