διυλιστός
From LSJ
Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein
English (LSJ)
ή, όν, A filtered, strained, ἔλαιον PRyl.97.3, cf. Gal.19.688.
Greek (Liddell-Scott)
διῡλιστός: -ή, -όν, ὁ ἐντελῶς στραγγισθείς, καθαρισθείς, Γαλην. 10, 452.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
filtrado, ἔλαιον ἀρεστὸν νέον καθαρὸν ἄδολον διυλιστόν PRyl.97.3 (II d.C.), τὸ ὕδωρ ... καθαρώτατον εἶναι καὶ διυλιστὸν καὶ κοῦφον καὶ πηγαῖον Gal.19.688, ὕδωρ ... θερμὸν πηγαῖον καθαρὸν, διύλιστον, κοῦφον Aët.9.15.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διυλιστός, -ή, -όν)
καθαρισμένος, στραγγισμένος
νεοελλ.
αυτός που επιδέχεται καθαρισμό, διύλιση.