δυσδιόρατος
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ον, A hard to see one's way in, τόπος διὰ τὸ σκοτεινόν Alcin.Intr. 35.
Spanish (DGE)
-ον
donde es difícil ver, que apenas permite ver fig. τόπος διὰ σκοτεινὸν δ. ref. a la actividad del sofista, Alb.Intr.35.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσδιόρατος, -ον)
αυτός που δύσκολα φαίνεται, δυσδιάκριτος
αρχ.
αυτός που δύσκολα βρίσκει διέξοδο.