δυσαρέστημα
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ατος, τό, Medic., A malaise, distress, Antyll. ap. Stob.4.37.15, Sor.1.26.
German (Pape)
[Seite 676] τό, Unannehmlichkeit, Antyll. Stob. fl. 101, 15; Galen.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαρέστημα: τό, δυσάρεστον γεγονός, Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. Ἀνθολ. 546. 27.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. malestar, indisposición estomacal, Archig. en Gal.13.172, Gal.14.703, cf. Antyll. en Stob.4.37.15, Sor.1.7.31.
Greek Monolingual
δυσαρέστημα, το (Α)
δυσφορία.