δυσδιάγνωστος
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
English (LSJ)
ον, A hard to distinguish, Cic.Att.5.4.1, D.H.2.71, Gal.9.433, etc.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu unterscheiden, Dion. Hal. 2, 71.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιάγνωστος: -ον, δυσδιάκριτος, Διον. Ἁλ. 2. 71.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de reconocer o distinguir τοιαῦται αἰτίαι Gal.1.296, σφυγμοί Gal.9.433, cf. 7.607, ἡ φύσις de las notas musicales, Aristid.Quint.85.16, ὁ καιρός Steph.in Gal.236, cf. 237, de pers., Origenes Comm.in 1Cor.72.3, Chrys.M.62.256, c. dat. δ. τοῖς μέλλουσιν ἐπιβουλεύειν D.H.2.71
•subst., medic. τὸ δ. dificultad en el diagnóstico Paul.Aeg.3.78.3.
2 de difícil elección Cic.Att.97.1.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ δυσδιάγνωστος, -ον)
αυτός που δύσκολα εξακριβώνεται («δυσδιάγνωστη αρρώστια»).