δυσεξέργαστος
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
English (LSJ)
ον, A hard to work out, Eust.1394.7.
German (Pape)
[Seite 679] schwer auszuarbeiten, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξέργαστος: -ον, δυσκόλως ἐξεργαζόμενος, Εὐστ. 1394. 7.
Spanish (DGE)
-ον difícil de llevar a cabo Eust.1394.7.