δυσχρήστημα
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ατος, τό, A inconvenience, Stoic.3.23.
German (Pape)
[Seite 691] τό, = folgdm, Cic. Fin. 3, 21.
Greek (Liddell-Scott)
δυσχρήστημα: τό, δυσκολία, δυσχέρεια, Cic. Fin. 3. 21.
Spanish (DGE)
-ματος, τό dificultad Cic.Fin.3.69.
Russian (Dvoretsky)
δυσχρήστημα: ατος τό (лат. incommedum) неудобство, затруднение Cic.