εἰκαιομυθέω
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
A = εἰκαιολογέω, Hsch., Suid.
German (Pape)
[Seite 726] unüberlegt reden, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκαιομῡθέω: εἰκαιολογέω, φλυαρῶ, ματαιολογῶ, Κύριλλ. Ἀλ. IV. 165C, Ἡσύχ., Σουΐδ.
Spanish (DGE)
hablar por hablar, decir tonterías εἰκαιομυθοῦντα δεικνύειν χαλεπὸν οὐδέν Cyr.Al.Apol.Thdt.5, cf. Hsch., Sud.