εὐαναδιδάκτως
From LSJ
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
English (LSJ)
Adv., A gloss on εὐανακλήτως, Suid., Zonar.926.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαναδιδάκτως: Ἐπίρρ., οὕτως ὥστε εὐκόλως να ἀναδιδαχθῇ τις, Σουΐδ. ἐν λέξει εὐανακλήτως, ἀντὶ τοῦ εὐδιαλλάκτως ἐν Μάρκῳ Ἀντ. 1. 7.