εὐκέατος

Revision as of 01:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, poet. for foreg., A κέδρου τ' εὐκεάτοιο Od.5.60; ἐρινεοῦ εὐ. Theoc.25.248.

German (Pape)

[Seite 1074] dasselbe, κέδρος Od. 5, 60; ἐρινεός Theocr. 25, 248.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκέᾰτος: -ον, ποητ. ἀντὶ τοῦ προηγ., κέδρου τ’ εὐκεάτοιο Ὀδ. Ε. 60· ἐρινεοῦ εὐκεάτοιο Θεόκρ. 24. 248. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐκέατον· ξηράν. εὔσχιστον. εὔκαυστον».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à fendre.
Étymologie: εὖ, κεάζω.

English (Autenrieth)

(κεάζω): easily cleft or split, fissile, Od. 5.60†.

Greek Monolingual

εὐκέατος, -ον (Α)
ποιητ. τ. του ευκέαστος («ὀδμὴ κέδρου τ' εὐκεάτοιο», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

εὐκέᾰτος: -ον (κεάζω), αυτός που σχίζεται ή χωρίζεται εύκολα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐκέᾰτος: легко раскалывающийся (κέδρος Hom.; ἐρινεός Theocr.).

Middle Liddell

εὐ-κέᾰτος, ον κεάζω
easy to cleave or split, Od.