εὐπρόσκοπος

From LSJ
Revision as of 02:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπρόσκοπος Medium diacritics: εὐπρόσκοπος Low diacritics: ευπρόσκοπος Capitals: ΕΥΠΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: eupróskopos Transliteration B: euproskopos Transliteration C: efproskopos Beta Code: eu)pro/skopos

English (LSJ)

ον, A far-seeing, cautious, τὸ τῶν ἠθῶν εὐκινητότερον καὶ πολυτροπώτερον καὶ -πώτερον Ptol.Tetr.173; cf. ἀπρόσκοπος (B). II easily taking offence, ἀθύμῳ καὶ ἀσθενικῷ καὶ εὐπροσκόπῳ καὶ πρὸς πάντας δυσαρέστῳ ib.207; cf. ἀπρόσκοπος (A).

Greek Monolingual

εὐπρόσκοπος, -ον (Α)
1. αυτός που βλέπει μακριά, ο προνοητικός, ο επιφυλακτικός
2. αυτός που δέχεται εύκολα προσβολή ή αδικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρό-σκοπος (< προ + -σκοπος < σκοπώ «παρατηρώ»), πρβλ. επί-σκοπος, κατά-σκοπος].