ζῳωτός
From LSJ
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
English (LSJ)
(with ι, Inscrr., v. infr.), ή, όν, also ός, όν Charesap.Ath. 12.538d: (ζῷον):—A adorned with figures, φαρέτρα IG11(2).161 B100 (Delos, iii B.C.); χιτών Callix.2; ἐφαπτίς Plb.30.25.10; σκύφος OGI 214.54(iii B.C.); αὐλαῖαι Chares l.c.
Greek (Liddell-Scott)
ζῳωτός: -ή, -όν, ὡσαύτως ός, όν, Ἀθην. 538D· (ζωόομαι)· ― εἰργασμένος ἢ πεποικιλμένος δι’ εἰκόνων ζῴων, χιτὼν ὁ αὐτ. 197Ε· ἐφαπτὶς Πολύβ. 31. 3, 10· σκύφος Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 55· ― οὕτω παρὰ Πλαύτῳ, belluata tapetia· πρβλ. ἀνθεμωτός, στρουθωτός, κλ.
Russian (Dvoretsky)
ζῳωτός: [adj. verb. к ζῳόω оживлять] покрытый изображениями животных или расшитый рисунками (ἐφαπτις Polyb.).