θεόσοφος

From LSJ
Revision as of 09:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόσοφος Medium diacritics: θεόσοφος Low diacritics: θεόσοφος Capitals: ΘΕΟΣΟΦΟΣ
Transliteration A: theósophos Transliteration B: theosophos Transliteration C: theosofos Beta Code: qeo/sofos

English (LSJ)

ον, A wise in the things of God, Porph.Abst.2.35, Iamb.Myst.7.1: pl., of the Γυμνοσοφισταί, Porph.Abst.4.17.

German (Pape)

[Seite 1198] in göttlichen Dingen erfahren, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θεόσοφος: -ον, σοφὸς περὶ τὰ θεῖα, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -φως, Κλήμ. Ἀλ.

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και θεοσοφίστρια (AM θεόσοφος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο θεόσοφος, η θεοσοφίστρια
οπαδός της θεοσοφίας, ο θεοσοφιστής ή η θεοσοφίστρια
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει θεία σοφία, ο σοφός σχετικά με τα θεία.
επίρρ...
θεοσόφως (Α)
με θεία σοφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + σοφός.