θυΐδιον
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
A v. θυείδιον.
German (Pape)
[Seite 1222] τό, = θυείδιον.
Greek (Liddell-Scott)
θυΐδῐον: ἴδε θυείδιον.
Russian (Dvoretsky)
θυΐδιον: τό Arph. v. l. = θυείδιον.