κίγκαλος
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
Full diacritics: κίγκαλος | Medium diacritics: κίγκαλος | Low diacritics: κίγκαλος | Capitals: ΚΙΓΚΑΛΟΣ |
Transliteration A: kínkalos | Transliteration B: kinkalos | Transliteration C: kigkalos | Beta Code: ki/gkalos |
A v. κίγκλος.
[Seite 1436] ὁ, = κίγκλος, w. m. s.
κίγκαλος: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κίγκλος.
κίγκαλος, ὁ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «κίγκλος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίγκλος.