κάχρυ
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
Full diacritics: κάχρυ | Medium diacritics: κάχρυ | Low diacritics: κάχρυ | Capitals: ΚΑΧΡΥ |
Transliteration A: káchry | Transliteration B: kachry | Transliteration C: kachry | Beta Code: ka/xru |
A v. κάχρυς 11.
κάχρυ, τὸ (Α)
1. ο κυψελώδης καρπός του δεντρολίβανου
2. το δεντρολίβανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάχρυς].