καταδάνειος

From LSJ
Revision as of 10:53, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδάνειος Medium diacritics: καταδάνειος Low diacritics: καταδάνειος Capitals: ΚΑΤΑΔΑΝΕΙΟΣ
Transliteration A: katadáneios Transliteration B: katadaneios Transliteration C: katadaneios Beta Code: katada/neios

English (LSJ)

[δᾰ], ον, A burdened with mortgages, D.S.17.109.

German (Pape)

[Seite 1345] verschuldet, οὐσία D. Sic. 17, 109.

Greek (Liddell-Scott)

καταδάνειος: ᾰ, ον, «ὑποθηκευμένος», «καταφορτωμένος ἀπὸ δάνεια», «βουτημένος εἰς τὰ χρέη», οὐσία Διόδ. 17. 109.

Greek Monolingual

καταδάνειος, -ον (Α)
αυτός που έχει επιβαρυνθεί με πολλά δάνεια («καταδάνειος οὐσία», Διόδ.).

Russian (Dvoretsky)

καταδάνειος: (δᾰ) обремененный долгами (οὐσία Diod.).