κροτητικός

From LSJ
Revision as of 13:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροτητικός Medium diacritics: κροτητικός Low diacritics: κροτητικός Capitals: ΚΡΟΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: krotētikós Transliteration B: krotētikos Transliteration C: krotitikos Beta Code: krothtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A plausible, αἴτησις Dosith. p.427 K.

Greek Monolingual

κροτητικός, -ή, -όν (Α) κροτώ
αυτός στον οποίο αξίζει επιδοκιμασία ή έπαινος.