κροτητικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, A plausible, αἴτησις Dosith. p.427 K.
Greek Monolingual
κροτητικός, -ή, -όν (Α) κροτώ
αυτός στον οποίο αξίζει επιδοκιμασία ή έπαινος.
Full diacritics: κροτητικός | Medium diacritics: κροτητικός | Low diacritics: κροτητικός | Capitals: ΚΡΟΤΗΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: krotētikós | Transliteration B: krotētikos | Transliteration C: krotitikos | Beta Code: krothtiko/s |
ή, όν, A plausible, αἴτησις Dosith. p.427 K.
κροτητικός, -ή, -όν (Α) κροτώ
αυτός στον οποίο αξίζει επιδοκιμασία ή έπαινος.