κυρτεία
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
ἡ, A fishing with the κύρτη, Ael.NA12.43.
German (Pape)
[Seite 1537] ἡ, Reusenfischerei, Ael. H. A. 12, 43, v. l. κυρτία.
Greek (Liddell-Scott)
κυρτεία: ἡ, τὸ ἁλιεύειν διὰ τῆς κύρτης, Αἰλ. π. Ζ. 12. 43.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pêche à la nasse.
Étymologie: κύρτος.
Greek Monolingual
η (Α κυρτεία)
αλιεία με κύρτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτεύω ή, αναλογικά, κατά το αλιεία].