κυμερνήτης
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
ου, ὁ, Aeol. A = κυβερνήτης, EM543.3:—also κυμερῆναι, Cypr. = κυβερνῆσαι, Schwyzer685(1).
Greek (Liddell-Scott)
κυμερνήτης: -ου, ὁ, Αἰολ. ἀντὶ κυβερνήτης, Ἐτυμολ. Μέγ. 543. 3.