λατρώδης
From LSJ
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
English (LSJ)
ες, A servile, Vett.Val.5.26, Heph.Astr.1.1.
Greek Monolingual
λατρώδης, -ῶδες (Α) λάτρον
δουλικός, υπηρετικός.