λευκομέλας
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
αινα, αν, A grey, Hdn.Epim.163, Tz.ad Lyc.334.
German (Pape)
[Seite 34] αινα, αν, weißschwarz, weiß und schwarz, grau, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λευκομέλᾱς: -αινα, αν, «ἀσπρόμαυρος», φαιός, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 163, Τζέτζ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., λευκομέλας, ὁ, = Λιβόνοτος, Genelli in Wolf’s Anal. 4. 478.
Greek Monolingual
λευκομέλας, -αινα, -αν (AM)
αυτός που έχει όψη ή χροιά μελανόλευκη, ασπρόμαυρος.