λεόντιον
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
τό, Dim. of λέων, Theognost.Can.123. II = λεοντίασις, Aret.SD 2.13.
German (Pape)
[Seite 28] τό, dim. von λέων, Theognost. in B. A. 1394, b.
Greek (Liddell-Scott)
λεόντιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λέων, Θεόγνωστ. ἐν Α. Β. 1394.
Greek Monolingual
λεόντιον, τὸ (Α) λέων
1. λιονταράκι
2. η λεοντίαση.