λωποδυσία
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἡ, (λῶπος, δύω) prop. A slipping into another's clothes: hence, highway-robbery, J.BJ4.3.4 (pl.), Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
λωποδῠσία: ἡ, κλοπὴ ἐνδυμάτων, «ξεγύμνωμα», λῄστευσις, Γλωσσ.· ― λωποδῠσίου δίκη, καταγγελία ἐπὶ λῃστείᾳ, λωποδυσίᾳ, Ἑρμογέν.· πρβλ. Att. Process. σ. 360.
Greek Monolingual
η (Α λωποδυσία και λωποδυτία) λωποδύτης
ξεγύμνωμα, επιτήδεια κλοπή, ιδίως αντικειμένων μικρής αξίας
αρχ.
κλοπή ενδυμάτων.