λυχνοειδής
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
Full diacritics: λυχνοειδής | Medium diacritics: λυχνοειδής | Low diacritics: λυχνοειδής | Capitals: ΛΥΧΝΟΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: lychnoeidḗs | Transliteration B: lychnoeidēs | Transliteration C: lychnoeidis | Beta Code: luxnoeidh/s |
ές, A lamplike, φῶς Iamb.Protr.21.κδ'.
λυχνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς λύχνον, Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 360. Kiessl.
-ές (Α λυχνοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λύχνο κατά το σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -ειδής].