λογχηφόρος
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ον, A = λογχοφόρος, Sch.rec.A.Pers.147.
Greek (Liddell-Scott)
λογχηφόρος: -ον, = λογχοφόρος, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 147, Νικήτ. Χρον. 48Α.
Greek Monolingual
λογχηφόρος, -ον (Α) λογχοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + -φόρος (< φόρος < φέρω)].