νοοπλανής

From LSJ
Revision as of 14:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοοπλᾰνής Medium diacritics: νοοπλανής Low diacritics: νοοπλανής Capitals: ΝΟΟΠΛΑΝΗΣ
Transliteration A: nooplanḗs Transliteration B: nooplanēs Transliteration C: nooplanis Beta Code: nooplanh/s

English (LSJ)

ές, A wandering in mind, deranged, ib.4.197. II Act., distracting the mind, ib.29.69.

Greek (Liddell-Scott)

νοοπλᾰνής: -ές, ὁ πλανώμενος τὸν νοῦν, παράφρων, Νόνν. Δ. 4. 197. ΙΙ. ὁ τὸν νοῦν πλανῶν, ὁ ἐπιφέρων παραφροσύνην, αὐτόθι 29. 69.

Greek Monolingual

νοοπλανής, -ές (Α)
1. φρενοβλαβής
2. αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα, αυτός που επιφέρει παραφροσύνη («νοοπλανὲς ἴχνος», Noνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. δολο-πλανής, ψυχο-πλανής].