ξυλουργικός

From LSJ
Revision as of 14:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλουργικός Medium diacritics: ξυλουργικός Low diacritics: ξυλουργικός Capitals: ΞΥΛΟΥΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: xylourgikós Transliteration B: xylourgikos Transliteration C: ksylourgikos Beta Code: culourgiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for carpentry, E.Fr.988 : ἡ -κή (sc. τέχνη), = ξυλουργία, Pl.Phlb.56b.

German (Pape)

[Seite 281] ή, όν, zum Bearbeiten des Holzes gehörig, Eur. tr. inc. 94; ἡ ξυλουργική, Plat. Phil. 56 b; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλουργικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν ξυλουργίαν, Εὐρ. Ἀποσπ. 978· ἡ -κὴ (ἐξυπ. τέχνη), = ξυλουργία, Πλάτ. Φίληβ. 56B.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ξυλουργικός, -ή, -όν) ξυλουργός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ξυλουργό ή στην ξυλουργία («ξυλουργικά εργαλεία»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ξυλουργική
η τέχνη και το επιτήδευμα της κοπής, κατεργασίας και συναρμογής τών ξύλων, η ξυλουργία.

Russian (Dvoretsky)

ξῠλουργικός: плотничий, Eur. ap. Plut.