μακρόμισθος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A highly paid, prob. in Procop.Goth.4.25.
Greek Monolingual
μακρόμισθος, -ον (Μ)
αυτός που έχει μεγάλο μισθό, υψηλόμισθος.
Full diacritics: μακρόμισθος | Medium diacritics: μακρόμισθος | Low diacritics: μακρόμισθος | Capitals: ΜΑΚΡΟΜΙΣΘΟΣ |
Transliteration A: makrómisthos | Transliteration B: makromisthos | Transliteration C: makromisthos | Beta Code: makro/misqos |
ον, A highly paid, prob. in Procop.Goth.4.25.
μακρόμισθος, -ον (Μ)
αυτός που έχει μεγάλο μισθό, υψηλόμισθος.