μαχαιροθήκη
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
ἡ, A case for knives, Michel832.52 (Samos, iv B. C.).
Greek Monolingual
η (Α μαχαιροθήκη)
θήκη μαχαιριού, θηκάρι.