μετασκηνόω
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
A shift an encampment, D.S.14.32, J.AJ3.5.1: metaph., τὸ κοινὸν πάντων ἄγαλμα μ. παρ' ἑτέρους Him.Ecl.13.13.
German (Pape)
[Seite 154] das Zelt, die Wohnung verändern, wo anders hinziehen, D. Sic. 14, 32 u. Ios.
Greek (Liddell-Scott)
μετασκηνόω: κυρίως μεταβαίνω εἰς ἄλλην σκηνήν, ἀλλὰ καὶ μεταβαίνω εἰς ἄλλον τόπον, Διοδ. 14. 32, Ρήτορες (Walz) τ. 3, 583, 25.
Russian (Dvoretsky)
μετασκηνόω: менять жилье, т. е. переселяться Diod.