μετεράω
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
A pour from one vessel into another, Dsc.1.52, 5.18, Plu.2.801c (prob.), Crito ap.Gal.12.490:—Pass., τὸ μετερώμενον ὕδωρ prob. in Plu.2.52b.
German (Pape)
[Seite 159] aus- u. anderswo hingießen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μετεράω: μεταχέω, ἀντλῶ ἐξ ἀγγείου τινὸς εἰς ἕτερον, μεταγγίζω, Διοσκ. 5. 26.