μολυβίς
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A gloss on μολύβδαινα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 200] ίδος, ἡ, Erkl. von μολύβδαινα, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μολῠβίς: -ίδος, ἡ, = μολυβδίς, Ἡσύχ., Βασιλ. 2. σ. 145.