μύσκλοι

From LSJ
Revision as of 15:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύσκλοι Medium diacritics: μύσκλοι Low diacritics: μύσκλοι Capitals: ΜΥΣΚΛΟΙ
Transliteration A: mýskloi Transliteration B: myskloi Transliteration C: myskloi Beta Code: mu/skloi

English (LSJ)

σκολιοί, Hsch. II = οἱ πυθμένες τῶν ξηρῶν σύκων, Id. μύσκλον, τό, = μύξα (B), Orib.Syn.6.43. μύσκος, ὁ, Dim. of μῦς, for μυΐσκος, Hdn.Gr.1.148. II μύσκος· μίασμα, κῆδος, Hsch.

Greek Monolingual

μύσκλοι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) α) «σκολιοί»
β) «oἱ πυθμένες τῶν ξηρῶν σύκων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με μία γλώσσα «μύσκελος
στραβόπους» η οποία καλύπτει κατά ένα μέρος την πρώτη σημ. του μύσκλοι «σκολιοί», δηλ. κυρτοί (πρβλ. και τα ανθρωπωνύμια Μύσκελος, Μύσκων)].