νεοαυξής
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
ές, A = νεαύξητος. Hsch. s.v. νεοθρότοις:—also νεο-αύξητος, ον, Apollon.Lex.s.v. νεοαρδέα.
Greek Monolingual
νεοαυξής, -ές (Α)
νεοαύξητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -αυξής (< αὔξω), πρβλ. πολυ-αυξής].