νεφελοφόρος
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
English (LSJ)
ον, A bringing clouds, Lyd.Mag.3.32.
Greek (Liddell-Scott)
νεφελοφόρος: -ον, ὁ φέρων νεφέλας, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχῶν Πολιτικ. 3. 32.
Greek Monolingual
νεφελοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει νεφέλες, που συγκεντρώνει νέφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + -φόρος].