νοαρέως

From LSJ
Revision as of 16:06, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοαρέως Medium diacritics: νοαρέως Low diacritics: νοαρέως Capitals: ΝΟΑΡΕΩΣ
Transliteration A: noaréōs Transliteration B: noareōs Transliteration C: noareos Beta Code: noare/ws

English (LSJ)

A v. νοήρης.

Greek (Liddell-Scott)

νοαρέως: Ἐπίρρ., «νουνεχόντως» Ἡσύχ. [νοερῶς Albertus].

Greek Monolingual

νοαρέως (Α)
επίρρ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «νουνεχόντως»
2. (στον συγκριτ.) νοαρώτερον
με μεγαλύτερη περίσκεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοαρός, δωρ. τ. του νοηρός + επιρρμ. κατάλ. -έως].