νουθετητής
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A monitor, Ph.2.519 : as Adj., ν. λόγος Id.1.171.
Greek (Liddell-Scott)
νουθετητής: -οῦ, ὁ νουθετῶν, ὁ συμβουλεύων, Φίλων 2. 519.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ νουθετητής) νουθετώ
αυτός που νουθετεί, που συμβουλεύει
αρχ.
ως επίθ. παραινετικός.