νομισματοπώλης

From LSJ
Revision as of 16:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομισμᾰτοπώλης Medium diacritics: νομισματοπώλης Low diacritics: νομισματοπώλης Capitals: ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: nomismatopṓlēs Transliteration B: nomismatopōlēs Transliteration C: nomismatopolis Beta Code: nomismatopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A money-changer, Poll.7.170.

Greek (Liddell-Scott)

νομισμᾰτοπώλης: -ου, ὁ, ἀργυραμοιβός, Πολυδ. Ζ΄, 170.

Greek Monolingual

ο (Α νομισματοπώλης)
αυτός που ανταλλάσσει νομίσματα, αργυραμοιβός
νεοελλ.
πωλητής αρχαίων νομισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμισμα, -ατος + -πώλης (< πωλῶ)].