νοσηματώδης

From LSJ
Revision as of 16:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσημᾰτώδης Medium diacritics: νοσηματώδης Low diacritics: νοσηματώδης Capitals: ΝΟΣΗΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: nosēmatṓdēs Transliteration B: nosēmatōdēs Transliteration C: nosimatodis Beta Code: noshmatw/dhs

English (LSJ)

ες, A = νοσώδης, Arist.GA727b28, EN1149a6, Ptol.Tetr.188. Adv. νοσηματωδῶς, ἔχειν Arist.EN1148b33.

Greek (Liddell-Scott)

νοσημᾰτώδης: -ες, = νοσώδης, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 1. 19, 23, Ἠθ. Νικ. 7. 5, 3. - Ἐπίρρ., νοσηματωδῶς ἔχειν αὐτόθι 4.

Greek Monolingual

νοσηματώδης, -ῶδες (Α) νόσημα
νοσώδης, νοσηρός.
επίρρ...
νοσηματωδῶς (Α)
με νοσηματώδη τρόπο.

Greek Monotonic

νοσημᾰτώδης: -ες, = νοσώδης, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

νοσημᾰτώδης: болезненный, нездоровый Arst.

Middle Liddell

νοσημᾰτ-ώδης, ες [from νόσημα = νοσώδης, Arist.]