νοθαγενής

Revision as of 16:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, Dor. and poet. for Νοθηγενής, A baseborn, E.Ion592, Andr.912,942.

Greek (Liddell-Scott)

νοθᾱγενής: -ές, Δωρ. καὶ ποιητ. ἀντὶ τοῦ νοθηγενής, ὁ νόθος ἢ ἐκ νόθων γεννηθείς, ἐκ ταπεινῶν καταγόμενος, ἀντίθετ. τῷ ἰθαγενής, Εὐρ. Ἴων. 592, Ἀνδρ. 912· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 661.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dor. c. *νοθηγενής;
de naissance illégitime.
Étymologie: νόθος, γένος.

Greek Monolingual

νοθαγενής, -ές (Α)
βλ. νοθογενής.

Greek Monotonic

νοθᾱγενής: -ές (γίγνομαι), Δωρ. και ποιητ. αντί νοθηγενής, γεννημένος νόθος ή από νόθους γονείς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νοθᾱγενής: дор. внебрачный, незаконнорожденный (παῖδες Eur.).

Middle Liddell

νοθᾱ-γενής, ές [doric and poet. for νοθηγενής] γίγνομαι
base-born, Eur.

English (Woodhouse)

bastard, illegitimate