νικήτωρ
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
English (LSJ)
ορος, A victorious: τὸ τῶν N. στρατόπεδον, = Legio Victrix, D.C.55.23.
German (Pape)
[Seite 256] ορος, ὁ, poet. = νικητήρ (?).
Greek Monolingual
νικήτωρ, -ορος, ὁ (ΑΜ, Α δωρ. τ. νικάτωρ)
1. νικητής
2. ως επίθ. νικηφόρος («τοὺς νικήτορας στρατιώτας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νικῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. ηγή-τωρ)].